Μα, χρεωκοπούν οι χώρες; Και ναι και όχι. Δε χρεωκοπούν με τον τρόπο που πτωχεύει μια επιχείρηση, δηλαδή, τελικά να κλείσουν. Αν και, στην ιστορία συνεχώς «κλείνουν» χώρες, έστω και εξαιτίας άλλων λόγων και όχι της χρεωκοπίας (ίσως θυμάστε τη Σοβιετική Ένωση, αλλά δεν σας λέει και πολλά η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία).
Στις χώρες η χρεωκοπία έχει περισσότερο την έννοια μιας κρίσης ρευστότητας, δηλαδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τις πληρωμές που πρέπει να κάνει. Σε αυτή την περίπτωση, κάνει στάση πληρωμών και τελικά αναδιαπραγμάτευση του χρέους της. Συνήθως, ή σχεδόν υποχρεωτικά, ξεκινά από την καθυστέρηση ή άρνηση καταβολής κάποιων τοκοχρεωλυσίων και, αν τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, και άλλων πληρωμών φτάνοντας μέχρι τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και την καταβολή των συντάξεων.
Περίπου αυτό συνέβη και στην Αργεντινή το 2002. Το συνολικό χρέος του αργεντινού δημοσίου έφτανε τα 195,5 δισ. δολάρια τη στιγμή που εκδηλώθηκε η κρίση ρευστότητας. Δεν ήταν πάρα πολύ υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, μόνο γύρω στο 65%, αλλά σημασία είχε ότι δε μπορούσαν να γίνουν οι τρέχουσες πληρωμές. Αιτία ήταν το πρώτο «οικονομικό θαύμα» της Αργεντινής που άρχισε το 1991. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 200% το μήνα(!). Οι τιμές αυξάνονταν κάθε μέρα. Ο Κάρλος Μένεμ εξελέγη πρόεδρος το 1989 και ξεκίνησε με την κλασική συνταγή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ): άνοιγμα της οικονομίας στο διεθνές εμπόριο, ιδιωτικοποιήσεις και μείωση της γραφειοκρατίας. Η συνταγή δεν είχε και πολλή επιτυχία μέχρι την υποχρεωτική σύνδεση του νομίσματος (πέσο) με το δολάριο, σε αναλογία ένα προς ένα το 1991. Κάθε πέσο θα άξιζε ένα δολάριο για πάντα. Τέλος στις υποτιμήσεις, τέλος και στον πληθωρισμό με μια κίνηση. Τα επιτόκια έπεσαν εξ ορισμού στο επίπεδο των αμερικανικών. Δεν τα όριζε πια η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής αλλά η Federal Reserve των ΗΠΑ. Το στοίχημα της νομισματικής σταθερότητας απέδωσε αμέσως. Την περίοδο 1991-94 ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν 7,7% και όλοι μιλούσαν για το οικονομικό θαύμα της Αργεντινής, ήταν η χώρα - πρότυπο της Λατινικής Αμερικής και αγαπημένο παιδί των ξένων επενδυτών που έριξαν άφθονα χρήματα στη χώρα.
Αλλά το «θαύμα» οδήγησε στη χρεωκοπία, καθώς τα πράγματα στράβωσαν στο τέλος της ίδιας δεκαετίας. Το δολάριο παραήταν ισχυρό εκείνη την εποχή, ενώ μόνο ένα μικρό μέρος των εμπορικών συναλλαγών της χώρας ήταν με τις ΗΠΑ. Ο κύριος όγκος ήταν με τη Βραζιλία, που είχε υποτιμήσει, και την Ευρώπη (θυμάστε πόσο χαμηλά ήταν τότε το ευρώ έναντι του δολαρίου – περίπου στη μισή τιμή σε σχέση με σήμερα). Αποδείχτηκε ότι η σύνδεση είχε γίνει με το λάθος νόμισμα. Τρία χρόνια ύφεσης, από το 1999 έως το 2002, ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση του Ντουάρτε να εγκαταλείψει την υποχρεωτική σύνδεση του πέσο.
Η χώρα σταμάτησε να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος και επαναδιαπραγματεύτηκε με τους πιστωτές της. Μόνο ένας απαίτησε να συνεχίσει να πληρώνεται κανονικά: φυσικά πρόκειται για το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση της Αργεντινής κράτησε πολύ σκληρή στάση με τους υπόλοιπους και τους υποχρέωσε (συγκεκριμένα το 76% αυτών) να δεχθούν μια συμφωνία με την οποία τα ομόλογα ανταλλάχθηκαν με νέα ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας και ονομαστικής αξίας μόλις στο 25-35% των αρχικών. Δηλαδή όποιος ομολογιούχος είχε έναν τίτλο αξίας 100 πέσο έπαιρνε ως αντάλλαγμα έναν άλλο αξίας 25-35 πέσο. Άδικο; Στην πραγματικότητα η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους είναι το πιο δίκαιο πράγμα που μπορεί να συμβεί, όχι μόνο για τη χώρα που έχει δανειστεί αλλά και για τους επενδυτές που ΔΕΝ έχουν δανείσει αυτή τη χώρα, όσο και αν φαίνεται παραδοξολογία. Ας πάρουμε ένα όχι και τόσο υποθετικό παράδειγμα. Μια χώρα (Α) δανείζεται με ομόλογα που δίνουν τόκο 3% και μια άλλη (Β) με 5%. Ερώτημα κρίσης: τι θα πρέπει να κάνει η χώρα Β σε (ας πούμε) δέκα χρόνια ώστε να μην αδικηθούν οι ομολογιούχοι που επένδυσαν στην χώρα Α (σωστά διαβάσατε, στη χώρα Α). Ας βάλουμε κάτω τα νούμερα: όσοι έχουν επενδύσει σε ομόλογα της χώρας Α αξίας 100 ευρώ θα έχουν εισπράξει 30 ευρώ σε τόκους και θα τους οφείλεται κεφάλαιο 100 ευρώ. Μετά από δέκα χρόνια όσοι έχουν επενδύσει σε ομόλογα της χώρας Β θα έχουν εισπράξει τόκους 50 ευρώ και θα τους οφείλεται κεφάλαιο 100 ευρώ. Συνεπώς, όσοι επένδυσαν στη χώρα Α (τη «σωστή» και χαμηλού ρίσκου χώρα), πιάστηκαν κορόιδα. Αν, όμως, η χώρα Β κηρύξει στάση πληρωμών και κάνει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, τα πράγματα αλλάζουν. Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορεί να πει στους πιστωτές της ότι για κάθε ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 ευρώ θα πάρουν στο χέρι 80 ευρώ (το ποσό θα πρέπει να είναι ακόμη μικρότερο λόγω ανατοκισμού των τόκων που έχουν ήδη πάρει στο χέρι οι πιστωτές, αλλά το παρακάμπτουμε για λόγους ευκολίας). Φυσικά, οι πιστωτές θα γκρινιάξουν και θα σηκώσουν «επανάσταση», αλλά στην πραγματικότητα θα είναι ευχαριστημένοι γιατί αν είχαν επενδύσει στη χώρα Α, πάλι τα ίδια θα είχαν πάρει (επειδή τα ομόλογα αλλάζουν χέρια στη διάρκεια «ζωής» τους, όσοι τα πούλησαν νωρίς έχουν κερδίσει και όσοι τα αγόρασαν αργά έχασαν – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Τα πράγματα, βέβαια, δεν γίνονται τόσο τακτοποιημένα στην πραγματική ζωή, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι περίπου αυτό. Εναλλακτικά, αν οι δύο χώρες είχαν διαφορετικό νόμισμα, θα μπορούσε απλώς να γίνει μια υποτίμηση με το ίδιο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση της Αργεντινής έγιναν και τα δύο.
Η υποτίμηση του νομίσματος το 2002 εξανέμισε τις αποταμιεύσεις μιας ζωής για τη μεσαία τάξη της Αργεντινής καθώς είδαν την αξία τους να πέφτει στο ένα τρίτο μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Φυσικά, οι ισχυρότεροι είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό εγκαίρως, ενώ οι φτωχότεροι δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Και το ξέσπασμα της βίας κράτησε για πολλές εβδομάδες με τους δρόμους του Μπουένος Άιρες και των άλλων μεγάλων πόλεων να έχουν γίνει κόλαση. Πάντως, μετά την πρώτη απογοήτευση, η γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας έφερε πάλι το χαμόγελο. Το δεύτερο οικονομικό θαύμα της Αργεντινής έγινε κάνοντας ακριβώς τα αντίθετα από τη συνταγή για το πρώτο θαύμα και από τις υποδείξεις του ΔΝΤ. Υποτίμηση, κρατικοποιήσεις, έλεγχοι τιμών, αντικατάσταση των ιδιωτικών συντάξεων με κρατικές και τελικά ανάπτυξη 9% από την πρώτη κιόλας χρονιά και για τα επόμενα πέντε-έξι χρόνια. Συμπέρασμα πρώτο: Τελικά, η οικονομία είναι πολύ περισσότερο αντιφατική και πολύπλοκη απ’ όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Η περίπτωση της Αργεντινής δείχνει ότι μπορεί να δουλεύει μια συνταγή, αλλά και η αντίθετή της (όμως καμία από τις δύο για πάντα).
Συμπέρασμα δεύτερο: Η περίπτωση της Αργεντινής λέει περισσότερα για την Ιρλανδία παρά για την Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1990 η Ιρλανδία είχε «δέσει» το νόμισμά της στο γερμανικό μάρκο -ενόψει της δημιουργίας του ευρώ- ενώ οι εμπορικές της συναλλαγές ήταν κυρίως με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, δύο νομίσματα που ήταν τότε υπερτιμημένα έναντι των ευρωπαϊκών. Δηλαδή βρέθηκε -χωρίς να το έχει σχεδιάσει- ακριβώς στην αντίθετη κατάσταση από την Αργεντινή της ίδιας περιόδου. Αλλά με την ανατίμηση του ευρώ η Ιρλανδία έγινε μια νέα Αργεντινή. Τα μέτρα που λαμβάνει το Δουβλίνο είναι συνταγή για κοινωνική καταστροφή και μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι ο επόμενος «Δεκέμβρης» θα ξεσπάσει στις κελτικές ακτές. Η ελληνική οικονομία είναι πιο «κλειστή» από την ιρλανδική και οι συναλλαγές της περισσότερο με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Συμπέρασμα για την Ελλάδα: Όσο η χώρα μας δανειζόταν με μόλις 0,20-0,30% πάνω από το γερμανικό δημόσιο, η ημέρα που θα όφειλε (τονίζω το «όφειλε») να ρίξει φέσι ήταν πολύ μακριά, πολλές δεκαετίες στο απώτερο μέλλον. Αν συστηματικά υποχρεωθεί να πληρώνει 2,00% παραπάνω, αυτή η ημέρα έρχεται πλησιέστερα αλλά πάντως όχι πολύ κοντά. Στο μεσοδιάστημα θα συμβαίνει μια μεταβίβαση πλούτου από την ελληνική κοινωνία στους ξένους και εγχώριους ομολογιούχους.
www.newstime.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου